Ο χαμένος άνεμος των ημερών μας, αυτός που
το ψιθυρισμά του αισθανόμαστε
ν'ανατριχιάζει το απαλό πίσω του αυτιού,
αυτός που γέρνει πάνω από τα γοτθικά μνήματα,
τα προεικονίσματα του σήμερα,*
αυτός που σηκώνει τις στάχτες της μνήμης
για να σύρει παντού το παραμύθι
πως δεν υπήρξαμε,
σέρνεται υποκύπτοντας-φαινομενικά-
στην ουρά μιας δυστοπίας
Κι όμως Αυτόν τον άνεμο αυτόν δε θα τον συναντήσεις στο Μεταξουργείο
ένα βράδυ με κρύο, ούτε στην Ομόνοια καθώς διαβάζεις
στα στόματα στα χέρια την πρέζα
μα στην καραγεώργη σερβίας λίγο πάνω από τις επιγραφές,
στην πλατεία φιλικής εταιρίας ανάμεσα στα φώτα
να κουβαλά στον κυματισμό του τις ανάσες των
αποστερημένων της λήθης.
Αυτός ο άνεμος χάνεται γιατί είναι διαρκώς παρών.
*κάπου στο yorkshire συνάντησα το Μέγα Κωνσταντίνο να χτίζει
χαλαρή τη χείρα
μια κενή οικουμενικότητα . Παραδίπλα ο septimius sevirus βούταγε την πένα του
στο αίμα αυτών που ο προηγούμενος "δικαίωσε"
ανακαλώντας την υλικότητα της γραφής ενώ κοράκια έκραζαν προς συνοδεία
μεθυσμένων άγλλων που περιφέρονταν σε μεσαιωνικά πλακάκια
τραγουδώντας-τι θρήνος!-ποδοσφαιρικούς ύμνους. Ο θρύλος για την πτώση της Αυτοκρατορίας
άμα τη φυγεί των κορακιών ξαναγράφεται: ετούτοι οι άνθρωποι οι κλεισμένοι
στις γέφυρες τις πολύβουες της Λόνδρας,
ετούτες οι χαμένες μεταξύ παμπ γηπέδου κρεβατιού
ψυχές θα σβήσουν όταν τα κοράκια αποφασίσουν πως ο οικείος τους τόπους δεν είναι
πια οι πόλεις(όχι γιατί είναι το φυσικό περιβάλλον)
-κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ποτέ για τους προπομπούς του θανάτου-
αλλά γιατί
τα σώματα των ανθρώπων ήδη ολοκλήρωσαν την σήψη τους.
το ψιθυρισμά του αισθανόμαστε
ν'ανατριχιάζει το απαλό πίσω του αυτιού,
αυτός που γέρνει πάνω από τα γοτθικά μνήματα,
τα προεικονίσματα του σήμερα,*
αυτός που σηκώνει τις στάχτες της μνήμης
για να σύρει παντού το παραμύθι
πως δεν υπήρξαμε,
σέρνεται υποκύπτοντας-φαινομενικά-
στην ουρά μιας δυστοπίας
Κι όμως Αυτόν τον άνεμο αυτόν δε θα τον συναντήσεις στο Μεταξουργείο
ένα βράδυ με κρύο, ούτε στην Ομόνοια καθώς διαβάζεις
στα στόματα στα χέρια την πρέζα
μα στην καραγεώργη σερβίας λίγο πάνω από τις επιγραφές,
στην πλατεία φιλικής εταιρίας ανάμεσα στα φώτα
να κουβαλά στον κυματισμό του τις ανάσες των
αποστερημένων της λήθης.
Αυτός ο άνεμος χάνεται γιατί είναι διαρκώς παρών.
*κάπου στο yorkshire συνάντησα το Μέγα Κωνσταντίνο να χτίζει
χαλαρή τη χείρα
μια κενή οικουμενικότητα . Παραδίπλα ο septimius sevirus βούταγε την πένα του
στο αίμα αυτών που ο προηγούμενος "δικαίωσε"
ανακαλώντας την υλικότητα της γραφής ενώ κοράκια έκραζαν προς συνοδεία
μεθυσμένων άγλλων που περιφέρονταν σε μεσαιωνικά πλακάκια
τραγουδώντας-τι θρήνος!-ποδοσφαιρικούς ύμνους. Ο θρύλος για την πτώση της Αυτοκρατορίας
άμα τη φυγεί των κορακιών ξαναγράφεται: ετούτοι οι άνθρωποι οι κλεισμένοι
στις γέφυρες τις πολύβουες της Λόνδρας,
ετούτες οι χαμένες μεταξύ παμπ γηπέδου κρεβατιού
ψυχές θα σβήσουν όταν τα κοράκια αποφασίσουν πως ο οικείος τους τόπους δεν είναι
πια οι πόλεις(όχι γιατί είναι το φυσικό περιβάλλον)
-κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ποτέ για τους προπομπούς του θανάτου-
αλλά γιατί
τα σώματα των ανθρώπων ήδη ολοκλήρωσαν την σήψη τους.