Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ενδημικό

Πέρα από το μπουγάζι πέρα ίσως από κι το μεγάλο νησί με τη ράχη του σαν κήτος που έσπαζε
μέσα απ' το πέλαγο, εκοίταζε. 
το μάτι του πέταγε ίσα πάνω απ'
την κόψη του νησού με τα λιγοστά αγριοκάτσικα
τις καλές μέρες που ίσως έπιανε το μάτι σου την πέρα όχθη,


γέρος ήδη χρόνια πολλά πριν γεννηθώ αναρωτιόταν
μέσα σε σκόρπιες σκέψεις νοσταλγίας μιας άλλης ζωής
πριν ακόμα χνούδι μιας σκέψης ή επιθυμίας γίνω
ποιος ξέρει ποιας σύμβασης


ιχνήλατος
γεμάτος από φύκια τόσο παλιά όσο 
η επιθυμία του να διηγείται ιστορίες
να τραγουδήσει, πριν ακόμα κανείς πεθάνει
για σήκω απάνω Γιάννο μου
και μην βαριοκοιμάσαι


μιας και ο πρώτος θάνατος που θυμάσαι είναι 
αυτός της νιότης κι όχι ο άλλος που ξέχασες-
μες στη μνήμη βουτηγμένος ως τη μύτη λοιπόν
φοβήθηκε κι ούτε ξαναμπαίνει πια 
στη βάρκα
μήτε κουνάει απ΄το σπίτι παρά
καθισμένος κει δα στο κονάκι του, αναμένει την στιγμή που θα πετρώσει και θα γίνει μια και καλή, τόπος


το σπίτι πίσω να χτίζεται με τους αιώνες
παράνομο μες στα ρουμάνια από τα σκίνα
και τους ρύακες κατακόρυφους 


βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
χιονίζει, θα κρυώσεις,

σε βράχια πορφυρά απόκρημνα ορμητήρια


θα σου βραχούνε τ' άρματα
και τα χρυσά κουμπιά σου
από πάνω η βάση του ΝΑΤΟ

τότε πρόσφατη ακόμη
κι εθνική κυριαρχία δεν ήταν τίποτε άλλο
απ΄τη δυνατότητα να αγναντεύει
απ' τα πιο ψηλά το πέλαο.


κι έμοιαζε μάλλον εκείνη η σκέψη με
και τ ασημένιο το σπαθί
πού 'ναι μεσ' το θηκάρι.
τότες που έχοντας τον ρεζιλέψει ο δάσκαλος

γιατί μέσα σε απειλές μαρτύρησε στους αντάρτες το μέρος 
που υπήρχαν ζωντανά
από τότες λέω δεν θυμάται τον πόλεμο, τον φόβο 
μονάχα την ντροπή, μπροστά σε τόσα παιδιά εκείνος ο προδότης


είμαι 
σίγούρος πως εκείνο το απόγευμα με τον άστερο να φέγγει
πάνω ακριβώς απ' την πρασούδα
και τον γέρο να τον κοιτάει μια αυτόν και
μια τους καλαμαράδες που βγαίνανε στο πέλαγο σεργιάνι ασέληνο
ευχήθηκε στο έμπα του φθινοπώρου να γένει επιτέλους παππούς
και να μπορεί όλα να τα διηγηθεί από την αρχή
χωρίς κανείς να τον διακόψει.




τότε ακούγοντας την θάλασσα ν' αγριεύει τον βράχο τον δίχως άμμο
τα ψάρια να σπαρταράνε και
την φωτιά να καίει τα σκίνα
τον γέρο να τραγουδά
αυτά που έχασε φεύγοντας
απ'το βουνό φεύγοντας μαζί
κι εκείνα που πια δεν εθυμόταν
τότε γεννήθηκα κι όχι μιαν άλλη μέρα πολύ αργότερα


εγένετο παππούς
κι οι διηγήσεις ήταν πια μια δυνατότητα που θα μπορούσε
να θρέψει λίγο λίγο τους σπόρους που χάθηκαν


αφού στις σχέσεις που νοσταλγούν ο χρόνος 
ρουφιέται από τον τόπο
απλώνοντας την τέφρα του, λίγη λίγη, λυτρωτικά πάνω στο χώμα.
εδώ ρουφήχτρες μοιάζουν οι στιγμές
και ξεσαλώνουν σκιές δρόμους και κτήρια
 ώστε να σκορπίσουμε όχι
πια σαν ύλη μα 
ως σύννεφο από χρονοσταγόνες



2 σχόλια:

Eriugena είπε...

εκπληκτικό ποίημα! αλήθεια το λέω, φίλε "το έχεις"..και βλέπω τώρα πως ενσωματώνεις μέσα στο ποίημα την μείξη των λόγων..Μήπως σε κέρδίσαμε ;
θα επανέλθω..το δημιούργημά σου θέλει ξαναματαδιάβασμα

llachar είπε...

Παρόλη την απόσταση, πάντα καίριος!
ευχαριστώ