Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Η κλεμμένη πανσέληνος κι η πεύκη.

Κι αν δεν είχα τον φόβο να ακουστώ σαν εμπρηστής, 
μέρες που είναι, απερίφραστα θα μιλούσα
για το πως το πεύκο λάγνα κρύβει μέσα του την 
επιθυμία του να καεί.
Και παράξενο δεν είναι που η επιστήμη το επιβεβαιώνει;
Πως ναι τα κωνοφόρα εν μέρει αναζητούν την φωτιά ώστε
ως μήτρες-χειροβομβίδες οι καρποί τους να εξακοντιστούν το 
μακρύτερο. {Κι αυτό σ' αναγκάζει λίγο να δεις την φωτιά
ως πυρ-ο-βάτη και τις ξερές πευκοβελόνες
ως την κλίνη του θερμού εραστή!}. Κι ωστόσο το ξέρω καλά 
ώστε να μην εκπλήσσομαι
πως η μελέτη αντιγράφει πιστά την αίσθηση όπως
ακριβώς η ζωή την τέχνη. Γιατί τι άλλο θα μπορούσες να νιώσεις
τρέχοντας στη σκιά ξερών πεύκων με το άρωμα τους 
να σ'εξουσιάζει; Με μια οσμή δριμεία και χωρίς αιδώ.  
Βεβαίως το πεύκο,
η μάλλον η πεύκη υπό το παρόν πρίσμα,
φροντίζει καλά τον σύντροφο. Η ρητίνη που παραμονέυει να στάξει σε κάθε κλαδί,
το στρώμα των φύλλων το τόσο αφιλόξενο για κάθε άλλη μορφή ζωής,
σαν να περιμένει εκείνη μόνο, την φωτιά. 
Το δέντρο αυτό, πεύκος άλλοτε στα γραπτά μου, ως στυλός στον ορίζοντα των μελτεμιών μα
και του Αυγούστου, όριο του θέρους και της κάψας
του θανάτου.
Γιατί απ'το μήνα τον septimus κι έπειτα τα πεύκα είναι σαν να μην υπάρχουν. 
Μαρτυρούν στην ουσία πως ο Αύγουστος είναι όπως λέει 
μια τρύπα στο χρόνο
ένα σημείο μηδέν, μια γιγαντιαία απουσία, 
ένα ασπρόμαυρο φιλμ που στα καρέ του
περιοδεύουν αχαλίνωτες οι μυρωδιές και τα σχήματα πλέουν σ'όλα 
των πελάγων μήκη.
Είναι βαρύ το σκοτάδι τον Αύγουστο παρά τα δύο φεγγάρια, 
ή μάλλον εξ' αιτίας τους.
Κι η ιστορία-που κι αυτή, μη νομίσετε, την αίσθηση αντιγράφει-επιβεβαιώνει:
Μιας κι ο Οκταβιανός δεν μπορούσε να χει στ'όνομά του 
μήνα μικρότερο του Καίσαρος,
για να μην στραβώσει η ματαιοδοξία χάλασε τη διαδοχή.

Κι αν μας χαρίσε παιδικό "λάχνισμα" της μνήμης 
βουνό-κοιλάδα-βουνό βασισμένη στη γεωγραφία των δαχτύλων..
     μαζί μ' αυτό ο μήνας ετούτος ο βαρύς 
με την σιωπή του δεκαπενταύγουστου, με του θερισμού
τις μέρες τις αψείς και της αργίας
στις κορφές των που λέγεται πως 
στέκει
 ο χρόνος και μαυρίζει,
βρίσκεται κάθε τόσο-όπως και φέτο-
μ'ένα φεγγάρι ολόγιομο
κλεμμένο από
την νύχτα του Σεπτέμβρη. Ο μήνας του θανάτου-κατακτητή
διεκδίκησε μια μέρα από την φθορά και την πήρε.
Σαν να λέμε η ματαιοδοξία πάλεψε με τη θλίψη
και νίκησε. 
Ας νίκησε:
τη μελαγχολία του Σεπτέμβρη μου
για 
κανένα 
αυγουστιάτικο φεγγάρι
δεν τηνε χαλαλίζω.
Γιατί ο Οκταβιανός Αύγουστος, του χρόνου θεριστής
δεν προείδε πως έτσι ο Σεπτέμβρης θα στρογγύλευε 
γινόμενος ένα ζεστό ζεστό
κουβάρι όπου μπορούν πια ήσυχες
οι μέρες
 να μικρύνουν




Είμαι βέβαιος πως η Αλφονσίνα μια τέτοια νύχτα
βάδισε μονάχη, ντυμμένη την θάλλασσα
στην αναζήτηση μιας νέας ποίησης