Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

αίμα στο βάθος της νύκτας

Εν μέρει διότι ο ανόητος άφησα ανοικτή τη σίτα
εν μέρει διότι διαισθάνθη φρέσκο αίμα
δριμύς εισήλθε ο κώνωψ, του ύπνου μου η ήττα
στης νύχτας τη μέση ακριβώς, σαν ψέμα
ότι κοιμήθηκα. Άνευ φαντάσματος σκοτάδι
μόνο αδρό το φεγγαρόφως να έρπεται, κρύο χάδι

και παραδίπλα στρωμένη στενή η λεωφόρος
κι υπόκωφη σχεδόν εκτός από στριγγλίσματα 
τινά των τροχοφόρων. Νταλίκες που φυγαδεύουν
λες την πραγματικότητα μπροστά στην χορωδία
την ανεπαίσθητη των γρύλλων. Τι κι αν βαθαίνει 
η νύκτα; Μοιάζει ελάχιστος ο τρόμος' 
για αυτό το ολίγο άνοιξα τη λάμπα.

Να τον βρω πριν την αυγή να τον σκοτώσω! Που
νόμισε πως λουκούλειο θα κάνει στο κορμί μου γεύμα'
μα ανώφελο' {ως ο ανωφελής μα φέρων του εγκεφάλου
κρούση και νόσους του έλους} κρυμμένος ποιος ξέρει
στου δώματος ποια κόχη με αποφεύγει κι εγώ{παραδόξως 
δίχως φαγούρα μα με πόνο} πριν της νύχτας σχιστεί 
το πέπλο της νύχτας τα όπλα παρέδωκα-ή μάλλον

είναι που από ώρα προτού χυθεί μελάνι, ακούω
πλατύ ποτάμι βαθειά κάτω απ' την πόλη να κυλάει,
τη πνιγμένη φωνή του νερού που μασουλάει
τα προσχώματα, τις ρίζες, τις αρνήσεις
γκρεμίζοντας την πιθανότητα κάθε ξυπνήματος 

Απ' την καρδιά πηγάζοντας της νύχτας
πυκνός ο θρους να ξεφυλλίζει τις θύρες
και να οργώνει κάθε είδους τ' αναχώματα
τόσος γεμάτος απ' αλήθεια κι ας αδιόρατος'
ένας ψίθυρος ιδεώδης

για να εκβάλλει ωστόσο μες στον 
οικείο μας μονάχα θάνατο
που κάθε νύχτα άνευ όρων του δινόμαστε-
και για να μη ζήσουμε άλλη μια του φωτός βιαιότητα
ακόμη μια φορά 
θα σ'αρνηθούμε
αγρύπνια 

V I G I L I A-la vista desde mi baranda
post noctem: το πρωί ο κώνωψ ανευρέθη και θανατώθη
μα κάθε ανάμνηση του ποταμού είχε σχεδόν χαθεί
στη σταγόνα του αίματος.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ο δρομέας και ο ίσκιος του

σχεδίασμα α'

Όσο και να τρέξω ο ίσκιος μου με προλαβαίνει:

       πάνω στα πεζοδρόμια, τις γέφυρες και την καυτή αδιάφορη άσφαλτο`
ακόμα και στους περίκλειστους κήπους, άλλων ίσκιων
τα περιγράμματα διασκελίζοντας ως
  για να γλιτώσω απ' την όψη την σκιώδη
κινούμαι πάντα προσήλιος`γελάστηκα.
Εκείνος πισώπλατα ως και τον ρου του καρκίνου διάβηκε μαζί μου
για να μην βρω, χιλιάδες μίλια έπειτα,
ούτε ίχνος από με.
Να σταθώ ακίνητος πρέπει
ώστε θλιμμένος κατά πως λέει το ποίημα να τον γδυθώ,
καταμεσήμερο;
Ανώφελο: χρόνος και ίσκιος συνωμοτούν αφήνοντας εμέ ελάχιστο και
τόσο πιο ελαφρύ που μόνο πτηνός μονάχα μα
το πέταγμα αντιστέκεται στο χρόνο
όπως τα σύννεφα είναι του ήλιου ίσκιοι
Να τρέξω εν σκοτία τότε: 
                                       χρειάζομαι κάποιον, κάτι να μ'οδηγεί
κι ο ίσκιος φρόντισε να μ' αφήσει εκκωφαντικά μόνο μαζί του
κι ως γνωστό στο σκοτάδι δεν τρέχεις δίχως συντροφιά
ποτέ.

Αν κλείσω τα μάτια,εξουθενωμένος ως είμαι

κι ένα ίσως χέρι μπλεχτεί με το δικό μου, δεθεί
όπως οι δρομείς οι μη βλέποντες, και τρέξω
με βήμα ταυτόχρονο, πόδια το ίδιο δουλεμένα
ίδιοι πνεύμονες καρδιά ίδια ανάσα μία σκιά
γιατί

δεν την αντέχει ένας δρομέας τη μοναξιά



κι ούτως ούτε "σκιάς", ούτε "αϊσκιωτος" κατά την σκιαθίτικη γενεαλογία των ανθρωπίνων όντων.