Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Τσιφ στα 20 hz

5am και
τσύφι τσύφι τσιφ
κοτσυφάκο μες στις σκονισμένες φυλλωσιές αόρατο,
σιμά στα 20hz, σε νιώθω να προϋπαντείς τη μέρα.

Σε νιώθω ναι, μα δεν σ' ακούω 
γιατί μια τέτοια χαραυγή
κοτσύφι ποιητάκο,
που κάποτε οι άνθρωποι ίσως τεντωνόντουσαν
για ν' ακούσουν τον ήλιο να θρύβεται 
τώρα κάνει τόσο θόρυβο που χάνονται 
κι οι εκρήξεις ακόμη του σύμπαντος.

Κι είσαι εσύ που μόνος ξέμεινες
ανάμεσα στους κήπους των περιχώρων
και δεν είσαι παρά ο ψίθυρος 
ενώ-όλοι-ακόμη-κοιμούνται.
(Ναι, τα κοτσύφια σ' αφήνουν να κοιμηθείς
πλέκοντας το υφαντό της μέρας που περιμένει εσένα να ξυπνήσεις)

Κι αν της αστικής πανίδας σχεδόν ανήκεις
δεν είσαι σαν τα ρυπαρά περιστέρια
-γνωστά πια και ως πτερωτοί μύες αστικοί-
ούτε σαν τις ψωροπερήφανες δεκαο-
χτούρες με τα δαχτυλίδια χωμένα στο λαιμό.

Τσύφι τσύφι τσιφ 
να μην το πάρεις πάνω σου!
Πίσω απ' τους σιδηρούς φράχτες που στέκεσαι
και υποτονθορύζεις, (εκ του θορ-θορ)
μην λησμονείς πως απ' την όποια ομορφιά 
μόνο θάρρος παίρνουν οι γενναίοι και προχωρούν
-τίποτε άλλο-.
Κοίτα λοιπόν κότσυφα,
μην ξεχαστείς μες στις τριανταφυλλιές 
και τ' αγκάθια κι άλλο
πυκνώσουν.

Αφού είσαι-και δίχως να το ξέρεις- 
ό,τι απέμεινε απ' τον 
δεκαπεντα-
σύλλαβο
ό,τι από την σιωπή
διεσώθη
πρέπει στις στράτες να βρεθείς στις στέγες να πετάξεις
στην άσφαλτο να σκορπιστείς (ή ίσως να μην πρέπει καθόλου)

Ή ίσως ό
πως τα ξαδέρφια σου στεκόντουσαν παλιά
να κλάψουνε τα παλληκάρια
-την είδηση φέρνοντας και την παρηγοριά μαζί-
έτσι και συ να μείνεις πρέπει σ'αυτόν τον κόσμο που 
μόλις κρατιέται απ' την παρουσία
ξεχασμένος ανάμεσα
σε συνθήματα τοίχων από μπετό κι από bit,
σε στενωπούς απορριμάτων
κι αυτήν την αβάσταχτη επανάληψη του οκταώρου.
Να μείνεις εδώ, πάντα σιμά στα 20 hz
ώστε, προνομιούχος της σιγής,
τον θάνατο να συλλαβίζεις.

Κι αν πάλι δεν: 
τότε μέλαν σώμα  

σαν σε σφάξω και σε φάω
θα 'ναι σαν τον θάνατο όλον να έχω καταπιεί.
Τότε σχεδόν-πορφυρό ράμφος
σαν ραμφίσεις ως εξορύξεως τους οφθαλμούς μου 
θα 'ναι σαν από έρωτα να έχω τυφλωθεί.

Ακόμη κι έτσι ξέρω να πω
καθώς καθ
μερινά στο δρόμο βρίσκω
πτηνά ισοπεδωμένα απ' την απροσεξία
πως αυτό που 
τελευταίο επιβιώνει από τη σήψη
το πτήνωμα είναι.



Καλό δρόμο κι αντάμωση αλλού.


Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Ελάφια στην Πάρνηθα

Εχθές το βράδυ καθώς εφ-
ημερίδων αποκόμματα επιμελώς αποδελτίωνα
έπεσα πάνω σε τρεις ειδήσεις περί την έλαφο
που λησμονώ ποιου λογισμού ο συνδετήρ
τις είχε συνενώσει.

Γεγονότες όλες στο όρος Πάρνηθα

αυτήν την εξορία της φύσης 
από το άστυ το πλέον ανοικτό
στην καταπάτηση.















Η πρώτη αναφερόταν στις φωτιές
που καψάλισαν ζώντα έτι τα ελάφια. 
Κοίτα να δεις, λέγω, πως εκδικείται η φύση
τη λογική της διαχείρησης.
Αφού κατέστη Δρυμός και μάλιστα
Εθνικός, η παράδοση στις φλόγες
ήταν ο ελάχιστος δυνατός ο-
δυρμός, μια στην κυριαρχία του πολίτη
ζωοθυσία.

Η δεύτερη για αγέλες σκύλων μίλαγε
που κυνηγούν τα ελάφια νεαρά. 
Κι εδώ άκου την, την εκτροπή 
πως την επιβίωση περιφέρει. 
Υπερπληθή τα ελάφια (αφού πια είδος προς
προστασία) γίνονται τώρα των κάποτε λύκων
η βορά κι η φύση την ισορροπία 
αναβιώνει. Μα είναι πια μια ισορροπία νεκρική:
Οι κάποτε υπηρέτες κυν-
ηγούν την προστασία της άγριας ζωής
αυτών που τους εγκατέλειψαν.

Η τρίτη μαρτυρούσε ενός ελαφιού την σύγκρουση
με ποδηλάτη κατηφορίζοντα του όρους την φιδωτή ά-
σφαλτο, γοργά κι ανυποψίαστα.
Κι ανεφώνησα: Επί τέλους 
η αθωότητα κερασφόρα
-έστω κι ακουσίως-
αντεπιτίθεται!

Μα ήταν μια της σημειολογίας μου πλάνη.
Γιατί στο λέω όπως πια το νιώθω:
στα μάτια σου την βλέπω
την πιστότητα την αφελή, του σκύλου υποταγή,
και του ελαφιού-πιο σπάνια-τον τρόμο, 
της ασφάλειας την πλήθυνση.

Μα αυτό που λείπει και το τρέμω
όπως ριγάς μες στη βαθιά επιθυμία,
εξόριστο κι άφαντο στη ράχη απά της Πίνδου
(το ελάχιστο καταφύγιο που την Κάθοδο 
ως τις ακτές πια αδυνατεί)
είναι η άγρια η τρυφερότητα
των λύκων η κοινωνία,
η τρομώδης.


υγ: Ο  σημερινός κυν-ισμός δεν είναι άραγε μια νεκρική αναπαράσταση της αγριότητας;


Looking at five white Arctic wolves
at a km distance
(white dots, not visible),
circling the camp
for a few days.

(photo:J.Brandenbug)