Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Του ορίζοντα ο φόνος
















α.
Ήταν το έτος χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο
που ο Χριστόφορος Κολόμβος με πλοία τρία
(το ένα το λέγαν Σάντα Μαρία)
από ένα λάθος υπολογισμό, μιαν αστοχία
ένα νησί στον ορίζοντα ξεκρίνει
που οι ντόπιοι το λέγαν Guanahani.
Και ίδια τρίαινα τα τρία πλοία
στου ορίζοντα το σώμα ο Χριστό-
φορος τα μπήγει και τον φονεύει.


Κι είναι το έτος το αυτό που φίλησε ο Boabdil
του βασιλιά τα χέρια. Κι εσήμανε της Reconquista τέλος.
Περιέργο δεν ήταν που ο Χριστόφορος 
ήταν και σ' αυτό παρών, πρόσωπο ένα πράξεις δυο:
φόνος κι υποταγή. Των conquistadores η εποχή.
Και ωσάν τι έπεται να ξέρει, πριν χαθεί
στων βουνών τα περάσματα ο Boabdil
γύρισε, κοίταξε τη Γρανάδα κι αναστέναξε.

Καλπάζει από τότε η Ανθρωπότητα ασταμάτητα
κι εμείς-σχεδόν αδιάφορα-ρίχνουμε τα κορμιά μας
για να περάσει από πάνω.



















β.
Είναι το έτος χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο
που εύλογα λογίζεται της Αναγέννησης των Ισπανών η απαρχή.
Κι είναι αλήθεια αιών χρυσούς: 
Χρυσοφόρα του Κορτές τα δόλια άλογα 
κι ο Ελ Γκρέκο με τον Οργκάθ να διαπρέπει
και με τον Κιχώτη του ο Θερβάντες
(λες του Ορίζοντα το σώμα πως ο ίδιος ο Οργκάθ σημαίνει
και πως την απουσία Του αντιμάχεται ο Δον;)

Μα θα της έπρεπε κάλλιο όνομα άλλο
όπως ας πούμε Μεταθάνατος ή Νεκροζώντανη
αφού ακήδευτος έτι ο νεκρός τελεί
στ' αμπάρια της Σάντα Μαρία ή αλλού
τόσο που να χει το σώμα του βλαστήσει
κάθε λογής -ισμούς και καλπασμούς
για να χουν οι αιώνες να θρέφονται.

Τον έψαξε, ναι, τάχα ανυποψίαστη η Ανθρωπότητα.
Άνθρωποι στάλθηκαν και σε βυθούς, και σε κορυφές 
και στο φεγγάρι ακόμη. Μα πουθενά. 
Σαν απ' τη λευκή τη φάλαινα, τον Moby Dick, 
(το φάντασμα άραγε του ορίζοντα;)
όλοι τους να φαγωθήκαν.



















γ.
Έτσι οι έρευνες απέβησαν εις μάτην.
Ύστατο εγχείρημα (και λίγο σαν αστείο)
ετούτος ο ιστός εδώ (και όχι πια ιστίο)
ένας ορίζοντας νέος, από παντού ανοιχτός
είναι άραγε νεκρός ή μήπως 
ζει ακόμη απλά αλλιώς
βρυκόλακας ή αδελφός;
Είναι καιρός το πέπλο αυτό κάποιος να το σηκώσει
και να κοιτάξει το πρόσωπο το ακήδευτο
και κατάματα του βλέμματος την απουσία. 

Μα μήπως κι εγώ, στ' ακρακάγκελο γερμένος 
το βλέμμα μου τη Σαλαμίνα ν' ατενίζει που αργοδύει
(καταπώς σε ιστιοφόρο που σε νησί σιμώνει)
μιλώντας σου για ταξίδια που ξέρουμε πως δεν θα γίνουν
μήπως κι εγώ τον ορίζοντα
δεν τον φονεύω;



υγ: εδώ η προσπάθεια του Μάρκες να αφηγηθεί
πως ο νεκρός επιστρέφει για να σου μάθει
πως να ζεις. Μήνυμα από την θάλασσα.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Το παιδί και το βαμβάκι
















Ας φανταστούμε ένα παιδί
(άλλοι λαοί δεν νοούν
την παιδικότητα παρά 
έμφυλη, 
εμείς ας απολαύσουμε την ουδετερότητα)
με μαύρα μαλλιά και ζωηρό πρόσωπο
σ'ένα χωριό ελάχιστο στην μέση εκεί του κάμπου
παρθένο ακόμα από των μέσων
αναπαραγωγής τις επεμβάσεις.

Με μια κοινότητα τριγύρω του που ζει
από και μόνο για την καλλιέργεια βαμβακιού
τόσο που να σας φαντάζει λογικό το παιδί
να 'χει βάλει της σύντομης ζωής σκοπό
ν' ανακαλύψει το πιο λευκό τ' ανάμεσο τους.
(με τη μύχια πίστη πως θα 'ναι σαν να κρατά τον 
καλύτερο δυνατό αδερφό του σύννεφου,
κι έτσι με την ύλη της αιώρησης στα χέρια
θα γίνει κι αυτός μικρός ταξιδευτής του ουρανού.)

Πριν τη συγκομιδή λοιπόν, στα μέσα του Σεπτέμβρη ακριβώς
όταν ο καρπός ανοίγει και φουσκώνει, εξαντλεί
τα καημένα τ' απογεύματα του ψάχνοντας στα χωράφια
για εκείνον τον καρπό που θα έχει την λευκότητα του χιονιού
τόση που να μπορεί όλον τον ήλιο να τον διώχνει
κι αυτόν ακόμα που το κοιτά να τον τυφλώνει.
(ξεχνόντας πως η υφή του βάμβακος θυμίζει μάλλον 
νεαρό αρνί παρά κρυστάλλους ύδατος
καθιστώντας την αντανάκλαση ιδιαιτέρως περίπλοκη)

Αναζητά τσαλαβουτώντας στα ρυάκια,
κρυβόμενος απ' τα τσοπανόσκυλα
(μα κυρίως από τη μάνα του η οποία 
ως κέρβερος χρονομετρά τις απουσίες του.)
Εκεί στα μέσα του Σεπτέμβρη ακριβώς κι ενώ
το χωρίον όλο κρατά την αναπνοή του βλέποντας
τα σύννεφα του φθινοπώρου να ζυγώνουν
(τι περίεργο τα βαμβάκια-παρότι τ' αγαπούν το νερό-
να καταστρέφονται από τις βροχές των αδερφών τους)
Το παιδί αγωνιά γνωρίζοντας πως αν τώρα δεν το βρει
θα πρέπει έναν ολόκληρο χρόνο να περιμένει.
Έναν ολόκληρο χρόνο!

Εισδύει με θάρρος σ'ένα από τ' απόμακρα μέρη
πίσω απ' το ποτάμι, πίσω από τις συστάδες με τις λεύκες,
υπόλευκες που πλημμυρίζουν τα σοκάκια με τα χνούδια τους.
Κι ανατριχιάζει -μια στιγμή μονάχα-
σκεπτόμενο την μοναξιά που
θα πρέπει να νιώθουν τα βαμβάκια
ολόγιομα ανοιχτά κι αφράτα σαν αρνάκια
την κατάμαυρη νύχτα πριν το θερισμό.



Τα σύννεφα μαζεύονται τώρα και σκιάζουν το χώμα
ολόκληρη η γη αναρριγά στην προοπτική της βροχής,
ο ήλιος κρύβει για τα καλά τα μάτια του
κι οι λεύκες θαμπώνουν στον ορίζοντα.
Κι είναι ν' απορείς που μέσα σ' αυτήν την σκοτεινιά
σ' αυτήν την απουσία του φωτός
που διόλου το λευκό δεν ευνοεί
κόβει έναν καρπό με εκείνη τη βεβαιότητα
του νικητή, ένα μεγάλο αυτοκρατορικό βαμβάκι
ένα ανάμεσα σε όλα.
Και σφίγγοντάς το στα δάχτυλα
γυρνά πίσω με βάρος φορτίου
καθόλου πτηνός και
καθόλα κουρασμένος.

Τόση ήταν η κούραση
μετά από τόση μάχη και τόση αγωνία
που δεν πρέπει να μας φανεί παράλογο
πως κι η μάνα του ακόμα να το ανα-
γνωρίσει δυσκολεύτηκε.
Ιδίως αν σκεφτεί κανείς
πως τα μαλλιά του ήταν
όταν στο σπίτι, βράδυ πια, εισήλθε
(εκείνα τα κατάμαυρα μαλλιά!)
το μεγαλύτερο και πιο λευκό βαμβάκι
και το χλωμό του πρόσωπο
(εκείνο το πρόσωπο το ζωηρότατο!)
του πιο μακρινού σύννεφου
η αντανάκλαση.


Τάδε έφη Φακής ένα βράδυ που το σπίτι
το πολιορκούσαν τα τριζόνια
κι από τότε σιωπά σαν να μου λέει 
πως δεν μπορεί να ζει σ' ένα κόσμο 
που τα ουδέτερα
βασανιστικά διώκονται και 
απροκάλυπτα παραμορφώνονται.